- βουλκανίζω
- και βουλκανιζάρωκάνω βουλκανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουλκανίζω — υποβάλλω σε βουλκανισμό: Στα βουλκανιζατέρ βουλκανίζουν τα λάστιχα των αυτοκινήτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)